ὁδοποιητικός

ὁδοποιητικός
ὁδοποι-ητικός, ή, όν,
A finding a way, practical, Zeno Stoic. 1.20 ;

μέθοδός ἐστιν ἕξις ὁ. μετὰ λόγου Phlp.in Ph.6.28

, Eustr.in EN7.13 ; ἐπιστήμη, e.g. ἰατρική, Phlp. in Cat.141.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οδοποιητικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, ή, όν) [οδοποιώ] κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου νεοελλ. φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας …   Dictionary of Greek

  • ὁδοποιητικόν — ὁδοποιητικός finding a way masc acc sg ὁδοποιητικός finding a way neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοποιητική — ὁδοποιητικός finding a way fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”