- ὁδοποιητικός
- ὁδοποι-ητικός, ή, όν,A finding a way, practical, Zeno Stoic. 1.20 ;
μέθοδός ἐστιν ἕξις ὁ. μετὰ λόγου Phlp.in Ph.6.28
, Eustr.in EN7.13 ; ἐπιστήμη, e.g. ἰατρική, Phlp. in Cat.141.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.